-
1 δεξιοτεχνία
η1) большое мастерство; искусность; 2) виртуозность -
2 δεξιοτεχνία
dexterityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δεξιοτεχνία
-
3 мастерство
мастерство с 1) η δεξιοτεχνία, η μαεστρία 2) (ремесло) η τέχνη* * *с1) η δεξιοτεχνία, η μαεστρία2) ( ремесло) η τέχνη -
4 техника
-и θ.1. η τεχνική•развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής•
передовая техника πρωτοπόρα τεχνική•
достижения науки итехникаи οι επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
|| αθρσ. οι μηχανές, τα μηχανικά μέσα. || τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα•военная техника τα πολεμικά τεχνικά μέσα•
техника сельского хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα.
2. τεχνικοί κανόνες• δεξιοτεχνία•техника шахматной игры η τέχνη του σκακιού•
музыкальная техника μουσική δεξιοτεχνία.
εκφρ.техника безопасности – τα μέτρα προστασίας από ατυχήματα στον τόπο της δουλειάς. -
5 мастерство
1. (ремесло) το επάγγελμα, η τέχνη 2. (большое умение, искусство) η τέχνη, η δεξιότητα, η δεξιοτεχνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мастерство
-
6 виртуозность
виртуоз||ностьж ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ἀριστοτεχνικότητα. -
7 искусство
иску́сств||ос1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης. -
8 техника
техник||аас1. ἡ τεχνική, ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία:музыкальная \техника ἡ μουσική ἐπιδεξιότητα· \техника шахматной игры ἡ τέχνη τοῦ σκακιοῦ· овладеть \техникаой κατακτώ τήν τεχνική· 2 (оборудование) ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός, ἡ τεχνική/ воен. τά μηχανικά πολεμικά μέσα:использовать \техникау в сельском хозяйстве χρησιμοποιώ τήν τεχνική στήν ἀγροτική οἰκονομία· ◊ \техника безопасности μέτρα προστασίας ἀπό δυστυχήματα -
9 art
1) (painting and sculpture: I'm studying art at school; Do you like modern art?; ( also adjective) an art gallery, an art college.) τέχνη2) (any of various creative forms of expression: painting, music, dancing, writing and the other arts.) τέχνη3) (an ability or skill; the (best) way of doing something: the art of conversation/war.) τέχνη, δεξιοτεχνία•- artful- artfully
- artfulness
- arts -
10 craftsmanship
noun δεξιοτεχνία -
11 артистизм
-а α.καλλιτεχνία, μαστοριά, δεξιοτεχνία. -
12 артистичность
-и θ.καλλιτεχνία, δεξιοτεχνία, μαστοριά. -
13 виртуозность
-и θ.δεξιοτεχνία, αριστοτεχνικότητα. -
14 изощрить
изощрить 1-ρί)-ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изощренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ•память καλλιεργώ τη μνήμη•
изощрить слух οξύνω την ακοή•
изощрить ум εκλεπτύνω το πνεύμα•
изощрить внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή.
1. εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλλιεργούμαι.2. επιτηδεύομαι, επιδίδομαι μηχανεύομαι, σοφίζομαι.изощрить 2ρ.δ.βλ. изощрить.1. βλ. изощриться.2. καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία. -
15 кисть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. το άκρο χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα).2. τσαμπί, βότρυς•виноградная кисть τσαμπί σταφυλιού.
3. θύσανος, κρόσσι, φούντα.4. πινέλο, χρωστήρας• βούρτσα χρωματίσματος.5. πινελιά, δεξιοτεχνία ζωγραφική. || μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πινέλο. -
16 мастерство
-а ουδ.1. επάγγελμα, επιτήδευμα, τέχνη.2. δεξιοτεχνία, μαστοριά. -
17 наловчиться
-усь, -ишьсяρ.σ.αποκτώ πείρα, δεξιοτεχνία συνηθίζω. -
18 слог
-
19 умение
-я ουδ.ικανότητα, επιτηδειότητα, αξιάδα, μαστοριά, δεξιοτεχνία. -
20 эквилибристика
-и θ.ακροβασία, σχοινοβασία• ισορροπία. || μτφ. ικανότητα, δεινότητα• δεξιοτεχνία, μαστοριά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δεξιοτεχνία — η η ιδιότητα τού δεξιοτέχνη* … Dictionary of Greek
δεξιοτεχνία — η η ιδιότητα του δεξιοτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek